εβδομήκοντα
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
οι, τα (AM ἑβδομήκοντα, οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο)
1. εβδομήντα
2. το αρσ. ως ουσ. οι εβδομήκοντα
α) οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική
β) οι εβδομήντα μαθητές ή απόστολοι του Χριστού.