ενδόμυχος
From LSJ
ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
-η, -ο (AM ἐνδόμυχος, -ον)
αυτός που βρίσκεται στον μυχό, στο βάθος της ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη ελπίδα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδόμυχος
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών ενδομυχιδών
αρχ.
1. (για νόσο) ύπουλος
2. (για πρόσωπο) κρυψίνους, επίβουλος.