αεροναυπηγικός
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Greek Monolingual
-ή, -ό αεροναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική
2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική.