αεροναυπηγικός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
Greek Monolingual
-ή, -ό αεροναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική
2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική.