νεκροτόμος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

-ο
(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η νεκροτόμος
αυτός που κάνει νεκροτομία, που ανατέμνει πτώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος.