νεκροτόμος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
-ο
(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η νεκροτόμος
αυτός που κάνει νεκροτομία, που ανατέμνει πτώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος.