νεκροτόμος

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

-ο
(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η νεκροτόμος
αυτός που κάνει νεκροτομία, που ανατέμνει πτώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος.