ιερώνυμος

Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Greek Monolingual

-η -ο, θηλ. και -ος (Α ἱερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει ιερό όνομα, άγιο όνομα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ιερώνυμος
γένος ευφορβιοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα). Το -ω- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος, ετερ-ώνυμος)].