ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
το, Ν
1. χρήμα μικρής αξίας
2. στον πληθ. τα ψιλικά
είδη μικρεμπορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. ψιλικός].