τρίκοκκος

Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

English (LSJ)

ον,

   A with three grains or berries, Sch.ll. 14.183:—τρίκοκκος, ὁ, = μέσπιλον, Dsc.1.118; = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Plin.HN22.60; ἡλιοτρόπιον τ. Aët.12.63.

German (Pape)

[Seite 1143] mit drei Körnern, Beeren, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκοκκος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, εἶδος μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκοκκος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις κόκκους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν)
είδος μούσμουλου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. τρίκοκκος
α) είδος μούσμουλου
β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δί-κοκκος)].