ναρκαλιευτικός

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ναρκαλιεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία
2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό
ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων του στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας.