λεπτουργικός

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπτουργικός, -ή, -όν) λεπτουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία»)
2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία»)
3. το θηλ. ως ουσ. η λεπτουργική
η τέχνη του λεπτουργού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτουργικά
είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα.