λεπτουργικός
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λεπτουργικός, -ή, -όν) λεπτουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία»)
2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία»)
3. το θηλ. ως ουσ. η λεπτουργική
η τέχνη του λεπτουργού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτουργικά
είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα.