λεπτουργία
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ἡ, fine workmanship, Bito 54.3, J.AJ3.6.4; especially in wood, cabinet-making, PMasp.159.13 (vi A.D.): metaph., working out in detail, Them.Or.34p.448Dind.; ὀνομάτων Gal.18(1).460; subtlety, Procl.in Prm.p.518 S.
German (Pape)
[Seite 31] ἡ, feine Arbeit, bes. der Tischler und Drechsler, ἀπὸ ξύλου, Sp., von Geweben, Ios. Uebtr. von geistigen Arbeiten, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργία: ἡ, λεπτὴ ἐργασία, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ.
Greek Monolingual
η (AM λεπτουργία) λεπτουργός
καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῖς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.)
μσν.
(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή
αρχ.
1. λεπτολογία («πλείων τοῦ ἀνδρὸς ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ ἡ λεπτουργία», Θεμίστ.)
2. οξύτητα πνεύματος.