νέμειος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

νέμειος, -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, -αία, -ον) Νεμέα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή της Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος
προσωνυμία του Διός
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Νέμειον
ο ναός του Νεμείου Διός στη Λοκρίδα.