κρινόεις

Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.

Greek Monolingual

κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ.κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλ-όεις, κυκλ-όεις)].