τριτοπρόσωπος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
γραμμ.> 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τρίτο πρόσωπο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τριτοπρόσωπα
ρήματα που απαντούν σε τρίτο ενικό πρόσωπο και τα οποία παίρνουν, στη νέα Ελληνική, ως υποκείμενο μια πρόταση, ενώ στην αρχαία Ελληνική απαρέμφατο ή πρόταση
3. φρ. «τριτοπρόσωπα ρήματα» — τα τριτοπρόσωπα.
επίρρ...
τριτοπροσώπως Μ
με εκφορά στο τρίτο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, μονο-πρόσωπος.