πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
οντος (τό) :v. καθήκω.
κᾰθῆκον:I τό [part. к καθήκω (также pl. τὰ καθήκοντα) обязанности, долг Xen., Diog. L.II impf. к καθήκω.