ἰχνεύτειρα
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A ἰχνευτήρ, τέχνα IG9(1).880.9 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, die Spürerinn, Welcker syll. Inscr. n. 32, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνεύτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἰχνευτήρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1907.
Greek Monolingual
ἰχνεύτειρα, ἡ (Α)
επιγρ. βλ. ιχνευτήρ.