Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ἰχνευτήρ, ὁ, θηλ. ἰχνεύτειρα (Α)ἰχνευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ἰχνευτής < ἰχνεύω.