θυρανοίξια
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
θυρανοίξια, τὰ (Μ) θυρανοίκτης
τα εγκαίνια («τὰ θυρανοίξια τοῦ ναοῡ»).
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
θυρανοίξια, τὰ (Μ) θυρανοίκτης
τα εγκαίνια («τὰ θυρανοίξια τοῦ ναοῡ»).