θυρανοίκτης
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
θυρανοίκτου, ὁ, door-opener, A.D.Synt.324.8.
Greek Monolingual
θυρανοίκτης, ὁ (Α)
αυτός που ανοίγει τη θύρα ή τις θύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. επανοίκτης, μητρανοίκτης].