θυρανοίκτης
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
θυρανοίκτου, ὁ, door-opener, A.D.Synt.324.8.
Greek Monolingual
θυρανοίκτης, ὁ (Α)
αυτός που ανοίγει τη θύρα ή τις θύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. επανοίκτης, μητρανοίκτης].