ολίγωρος

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀλίγωρος, -ον)
αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί, περιφρονητικός.
επίρρ...
ολιγώρως (Α ὀλιγώρως)
αμελώς, απρόσεκτα («τάς τε πόλεις ὀλιγώρως διακειμένας πρὸς τὰς εἰς τοῦτο τὸ μέρος εἰσφοράς», Πολ.)
αρχ.
φρ. «ὀλιγώρως λαμβάνω» — αντιμετωλπίζω κάτι απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωρος (< ὤρα «φροντίδα»), πρβλ. ουδενόσ-ωρος].