μοσχοτόμος

Revision as of 12:30, 4 July 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,

   A slaughtering calves, i.e. sacrificer, Lat. victimarius, Gloss.

German (Pape)

[Seite 210] Kälber zerschneidend, schlachtend (?).

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοτόμος: -ον, ὁ τέμνων δηλ. σφάζων μόσχους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μοσχοτόμος, -ον (Α)
αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος, λιθο-τόμος.