τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger
Celt, Kelt = Κέλτης
Celts, Kelts, Celtae = Κελτοί, οἱ, Κελταί, οἱ.
Celtic, Keltic, adj.: Κελτικός.