оберегать
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Russian > Greek
ἐξαιρέω, παρατηρέω, παραφυλάσσω, παραφυλάττω, βλέπω, ἀπαλέξω, τηρέω, συνδιαφυλάσσω, συνδιαφυλάττω, συντηρέω, διατηρέω