предприимчивый
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Russian > Greek
ἐπιθετικός, δραστήριος, εὐεπιχείρητος, δραστικός, ἐπιχειρητής, ἐγχειρητικός, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος