деятельный
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Russian > Greek
ἐπιθετικός, ἐνεργητικός, πρακτικός, ὄργανος, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἔμπρακτος, εὐεπιχείρητος, ἐπιστρεφής, τορός