охотничий
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
Russian > Greek
θηρευτής, ζῳοθηρικός, πεζοθηρικός, ἀγρευτής, θηρευτικός, θηρατικός, κυνηγετικός
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
θηρευτής, ζῳοθηρικός, πεζοθηρικός, ἀγρευτής, θηρευτικός, θηρατικός, κυνηγετικός