охотничий
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Russian > Greek
θηρευτής, ζῳοθηρικός, πεζοθηρικός, ἀγρευτής, θηρευτικός, θηρατικός, κυνηγετικός
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
θηρευτής, ζῳοθηρικός, πεζοθηρικός, ἀγρευτής, θηρευτικός, θηρατικός, κυνηγετικός