охотничий
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Russian > Greek
θηρευτής, ζῳοθηρικός, πεζοθηρικός, ἀγρευτής, θηρευτικός, θηρατικός, κυνηγετικός
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
θηρευτής, ζῳοθηρικός, πεζοθηρικός, ἀγρευτής, θηρευτικός, θηρατικός, κυνηγετικός