взрывать
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Russian > Greek
τριαινόω ;; πολεύω ;; παραρρήγνυμι ;; σχίζω ;; ῥήγνυμι
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
τριαινόω ;; πολεύω ;; παραρρήγνυμι ;; σχίζω ;; ῥήγνυμι