μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
συνεστιάω ;; σιτοποιέω ;; σιτίζω ;; σιτίσδω ;; σιτέομαι ;; βόσκω ;; ἐπιβόσκομαι ;; ἀποφέρβομαι ;; ἅπτω