переезд
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Russian > Greek
διοίκισις ;; μετοικεσία ;; μετάβασις ;; δίαρμα ;; παρακομιδή ;; δίοδος ;; πομπή