σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
desiring
λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.
η, ον :part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.
λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.
λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.