λελιμμένος

From LSJ
Revision as of 17:03, 17 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

English

desiring

Greek (Liddell-Scott)

λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.

Greek Monotonic

λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.

Russian (Dvoretsky)

λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.