στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἀργῠρόδουλος: ὁ, δοῦλος τοῦ ἀργυρίου, αἰσχρός, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Σπάδων.
ἀργυρόδουλος, ο (Α)
ο δούλος του χρήματος, αυτός που δεν βάζει τίποτε πάνω απ' το χρήμα.