ἀργυρόδουλος Search Google

From LSJ
Revision as of 16:58, 25 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόδουλος: ὁ, δοῦλος τοῦ ἀργυρίου, αἰσχρός, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Σπάδων.

Greek Monolingual

ἀργυρόδουλος, ο (Α)
ο δούλος του χρήματος, αυτός που δεν βάζει τίποτε πάνω απ' το χρήμα.