Ξενοφώντειος

Revision as of 12:46, 17 April 2020 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{LSJ1 |Full diacritics=Ξενοφώντειος |Medium diacritics=Ξενοφώντειος |Low diacritics=Ξενοφώντειος |Capitals=ΞΕΝΟΦΩΝΤΕΙΟΣ |Trans...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

from Xenophon: hence Adj. ξενοφώντειος, ξενοφώντεια, ξενοφώντειον,

   A Xenophonian, of Xenophon or by Xenophon, λόγοι D.Chr.18.18.

Greek Monolingual

ξενοφώντειος, -εία, -ον (Α) Ξενοφών
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.).