Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
στλεγγίς, στεγγίς, στελγίς, στελεγγίς, στεργίς, στλεγγίδα, στλεγγίον, στλέγγος, τλεγγίς, ψήκτρα