φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Αἰθιοπία, ἡ.
An Ethiopian: Αἰθιόψ, -οπος, ὁ.
Ethiopian, adj.: Αἰθιοπικός, V. adj., Αἰθιόπιος (Eur., Fragment 349). Fem. adj., Αἰθιοπίς, -ίδος (Eur., Fragment 228).