anticipate
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
get the start of: P. and V. προλαμβάνω, προλαμβάνειν, φθάνω, φθάνειν, προφθάνειν, P. προκαταλαμβάνειν.
perceive beforehand: P. προαισθάνεσθαι, P. and V. προγιγνώσκειν.