contrast
English > Greek (Woodhouse)
substantive
difference: P. and V. διάφορον, τό, P. διαφορά, ἡ; see difference.
verb transitive
P. and V. ἀντιτιθέναι, P. ἀντιπαρατιθέναι, ἀντιπαραβάλλειν, παρατιθέναι, see compare.
difference: P. and V. διάφορον, τό, P. διαφορά, ἡ; see difference.
P. and V. ἀντιτιθέναι, P. ἀντιπαρατιθέναι, ἀντιπαραβάλλειν, παρατιθέναι, see compare.