εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously
P. and V. μέγας, μέγιστος, ὑπερφυής (Aesch., Fragment). P. ὑπερμεγεθής, Ar. ὑπέρμεγας.
ironically: Ar. πελώριος; see vast.