precarious
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἐπισφαλής, ἐπικίνδυνος, ἀκροσφαλής.
the business yields a precarious income: P. ἡ ἐργασία προσόδους ἔχει ἐπικινδύνους (Dem. 948).
P. ἐπισφαλής, ἐπικίνδυνος, ἀκροσφαλής.
the business yields a precarious income: P. ἡ ἐργασία προσόδους ἔχει ἐπικινδύνους (Dem. 948).