ἐπισφαλής
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ἐπισφαλές, (σφάλλομαι)
A prone to fall, unstable, precarious, τὰ μεγάλα πάντα ἐπισφαλῆ Pl.R. 497d; ἐπισφαλεστέρα δύναμις D.2.15, cf. Arist.EN1155a10; ἐπισφαλές (ἐστι) Id.Pol.1264b6; ἐπισφαλής φύσει βίος Men.Epit.126.
II (σφάλλω) making to fall, misleading, εἰς βλάβην Plu.2.653d, etc.
2 dangerous, νόσημα Hp.VM9; νόσοι Ph.2.413; καιροί Plb.1.66.12: Sup. ἐπισφαλεστάτη, χώρα Id.2.29.2; τοῦ ἀγχιβαθοῦς τῶν ἑλῶν Πωμαίοις ἐπισφαλοῦς ἐσομένου Hdn.7.2.5; ἐπισφαλές [ἐστι] παρακοῦσαι Epicur. Fr.200. Adv. ἐπισφαλῶς ἔχειν, ἐπισφαλῶς διακεῖσθαι, to be in danger, Plb.6.25.4, Plu.Sol.13; ἐ. βεβηκώς LXX Wi.4.4: Sup. ἐπισφαλέστατα, περᾶσαι Plu.Cat.Mi.15.
3 dubious, Adv. Comp. ἐπισφαλέστερον Aristeas 314.
German (Pape)
[Seite 988] ές, zum Fallen geneigt, wankend, unsicher, τὰ μεγάλα πάντ' ἐπισφαλῆ Plat. Rep. VI, 497 d; ἐπισφαλεστέρα δύναμις Dem. g, 15; τόποι Pol. 1, 54, 3, schlüpfrig; gefährlich, Luc. Symp. 45; Sp. auch ἐς od. πρός τι, zu Etwas verleitend, ἐς βλάβην Plut. Symp. 3, 4, 1. – Adv., ἐπισφαλῶς διάκειται ἡ πόλις, ist in einer gefährlichen Lage, Plut. Sol. 13; Pol. 6, 25, 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sujet à glisser, chancelant, instable;
2 qui porte à glisser, où l'on glisse, glissant;
Cp. ἐπισφαλέστερος, Sp. ἐπισφαλέστατος.
Étymologie: ἐπισφάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισφᾰλής:
1 неустойчивый, шаткий, непрочный (μεγάλα πάντα Plat.; δύναμις Dem.);
2 перен. скользкий, обманчивый (τόποι Polyb.);
3 перен. ведущий по наклонной плоскости, т. е. вовлекающий (εἰς или πρός τι Plut.);
4 рискованный, опасный (καιρός Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφᾰλής: -ές, (σφάλλομαι) ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, ὁ μὴ ἀσφαλής, ἀσταθής, ἀβέβαιος, τὰ μεγάλα πάντα ἐπισφαλῆ Πλάτ. Πολ. 497D· ἐπισφαλεστέρα δύναμις Δημ. 22. 14, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 1· ἐπισφαλές ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 5, 25. ΙΙ. (σφάλλω) ὡς ἀεὶ μὲν ἐπισφαλοῦς εἰς βλάβην τοῦ πράγματος ὄντος, ὡς ἀεὶ μὲν ἐνέχοντος τοῦ πράγματος κίνδυνόν τινα βλάβης, Πλούτ. 2. 653C, κτλ. 2) ἐπικίνδυνος, νόσημα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· καιροί, χώρα Πολύβ. 1. 66, 12. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπισφαλής· βλαβερός, ἐπικίνδυνος». ‒ Ἐπίρρ., ἐπισφαλῶς ἔχειν, διακεῖσθαι, εὑρίσκεσθαι ἐν κινδύνῳ ὁ αὐτ. 6. 25. 4, Πλουτ. Σόλ. 13· ὑπερθ., ἐπισφαλέστατα περᾶσαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 15.
English (Strong)
from a compound of ἐπί and sphallo (to trip); figuratively, insecure: dangerous.
English (Thayer)
ἐπιφαλες (σφάλλω to cause to fall), prone to fall: πλοῦς, a dangerous voyage, Plato, Polybius, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπισφαλής)
1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση της κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.)
2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος
αρχ.
1. αυτός που ενέχει κινδύνους, ο επικίνδυνος («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῖ νοσήματι», Ιπποκρ.)
2. αυτός που δεν είναι εξασφαλισμένος από επίθεση
3. (για τόπο) ο μειονεκτικός από άποψη ασφάλειας, αυτός που η θέση του είναι επικίνδυνη
4. «ἐπισφαλής εἰμι εἴς τι» — υπόκειμαι σε κάτι, κυρίως για κακό.
επίρρ...
επισφαλώς
με τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σφαλής από θ. σφαλ- (έ-σφαλ-ον < σφάλλω)
πρβλ. α-σφαλής δομο-σφαλής].
Greek Monotonic
ἐπισφᾰλής: -ές (σφάλλω), αυτός που υπόκειται σε πτώση, ασταθής, αβέβαιος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ., ἐπισφαλῶς διακεῖσθαι, σε κατάσταση κινδύνου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπι-σφᾰλής, ές σφάλλω
prone to fall, unstable, precarious, Plat., Dem.:—adv., ἐπισφαλῶς διακεῖσθαι to be in danger, Plut.
Chinese
原文音譯:™pisfal»j 誒披-士法累士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-動搖
字義溯源:不穩妥的,危險,似要跌倒;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σφάζω)X*=失敗,失足)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 危險(1) 徒27:9
English (Woodhouse)
Translations
precarious
Bulgarian: несигурен, ненадежден; Catalan: precari; Chinese Cantonese: 不穩嘅, 危險嘅, 朝不保夕嘅; Czech: nejistý, prekérní, ošidný; Dutch: vervaarlijk, onzeker; Finnish: vaarallinen; French: précaire; German: prekär, unsicher, gefährdet; Greek: ακροσφαλής, επισφαλής; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀνωμαλής, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, περιστατικός, σφαλερός, σχετικός; Korean: 다루기 어려운; Latin: precarius; Norwegian Bokmål: prekær; Nynorsk: prekær; Plautdietsch: roakboa; Portuguese: precário; Russian: опасный, рискованный, ненадёжный, шаткий; Spanish: precario; Swedish: prekär