fellow-worker
English > Greek (Woodhouse Extra)
συνεργός, συλλήπτωρ, συνεργάτης, συνεργάτις, συναγωνιστής
⇢ Look up "fellow-worker" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
συνεργός, συλλήπτωρ, συνεργάτης, συνεργάτις, συναγωνιστής