ῥωμαϊστής

Revision as of 08:05, 21 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{LSJ1 |Full diacritics=ῥωμᾰϊστής |Medium diacritics=ῥωμαϊστής |Low diacritics=ρωμαϊστής |Capitals=ΡΩΜΑΪΣΤΗΣ |Transliteration A=Rōmaïs...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A actor of Latin comedies, IG11(2).133.81 (Delos, ii B.C.).


Greek Monolingual

ο / ῥωμαϊστής, ΝΑ ῥωμαΐζω
αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς της αρχαίας Ρώμης και ιδίως νομικός ασχολούμενος ειδικά με το Ρωμαϊκό Δίκαιο
αρχ.
ηθοποιός τών λατινικών κωμωδιών.