ῥωμαϊστής

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωμᾰϊστής Medium diacritics: ῥωμαϊστής Low diacritics: ρωμαϊστής Capitals: ΡΩΜΑΪΣΤΗΣ
Transliteration A: rōmaïstḗs Transliteration B: rōmaistēs Transliteration C: romaistis Beta Code: rwmai+sth/s

English (LSJ)

ῥωμαϊστοῦ, ὁ, actor of Latin comedies, IG11(2).133.81 (Delos, ii B.C.).


Greek Monolingual

ο / ῥωμαϊστής, ΝΑ ῥωμαΐζω
αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς της αρχαίας Ρώμης και ιδίως νομικός ασχολούμενος ειδικά με το Ρωμαϊκό Δίκαιο
αρχ.
ηθοποιός τών λατινικών κωμωδιών.