ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
P. λίχνος, V. λάβρος, μάργος, μαργῶν.
insatiable: P. and V. ἄπληστος.
voracious of: P. and V. ἄπληστος (gen.).
grasping: P. πλεονεκτικός.