συνοδοιπορέω

Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A travel together, τινι with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire route avec.
Étymologie: συνοδοιπόρος.

Greek Monotonic

συνοδοιπορέω: μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί, με κάποιον σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπορέω: вместе путешествовать (τινι Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω [from συνοδοίπορος]
to travel together, τινί with one, Luc.