ἀντιδιαστέλλω

Revision as of 12:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A distinguish, discriminate, Str.10.2.17; ἁπλᾶ καὶ σύνθετα Plot.6.1.29; τι ἀπό τινος Longin.Proll.Heph.p.83C.:—Med., controvert, Sor.2.54.    II contrast, oppose, τί τινι S.E.P.1.9; τινὰς πρός τινας D.H.Th.32; τιπρός τι Alex.Aphr.in Metaph.400.17:—Pass., A.D.Synt.14.24.

German (Pape)

[Seite 251] einander entgegensetzen u. dadurch unterscheiden, Dion. Hal.; med., Proleg. Hermog. p. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαστέλλω: διακρίνω ἐκ παραθέσεως δύο πραγμάτων τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, οὐκ ἀντιδιέστειλε δὲ τὴν ὁμωνυμίαν Στραβ. 457· ἀντιδιέστειλε γὰρ ἐκεῖνος ἀπὸ ῥυθμῶν τὰ μέτρα Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 5: -Μέσ., ἀντ. πρός τινα Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 32. ΙΙ. ἀντιτάσσω, ἀντιδιαστέλλομεν αὐτοῖς τὰ νοητὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 9.

Spanish (DGE)

1 distinguir τὴν ὁμωνυμίαν de varios lugares, Str.10.2.17, ἁπλᾶ καὶ σύνθετα Plot.6.1.29, ἀπὸ ῥυθμών τὰ μέτρα Longin.Prol.Heph.4.
2 comparar, oponer c. ac. y dat. αὐτοῖς τὰ νοητά S.E.P.1.9, τὸν νοῦν τῇ σοφίᾳ Gr.Nyss.Apoll.190.7
c. ac. y πρός más ac., πρὸς αὐτὸν (Θηρίον) τὸν Κένταυρον Sch.Arat.441M., ἀντιδιέσταλκε δὲ τὰς κινουμένας πρὸς τὰς μαθηματικάς Alex.Aphr.in Metaph.400.17, cf. en v. pas., A.D.Synt.14.24
en v. med. oponerse πρὸς τοὺς κακούργους D.H.Th.32, τοῖς ῥηθεῖσι Sor.131.8, τῇ συμβολικῇ δικαιοσύνῃ Origenes M.17.153B, Hsch.

Greek Monolingual

ἀντιδιαστέλλω)
παραθέτω και κάνω διάκριση
αρχ.
αντιτάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαστέλλω: противополагать, противопоставлять (τινί τι Sext.).