αντιτάσσω
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
(Α ἀντιτάσσω κ. -ττω)
1. προβάλλω κάτι εναντίον άλλου για άμυνα
2. αντιπαρατάσσω τον στρατό εναντίον των εχθρών
3. (-ομαι) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι
αρχ.
(-ομαι) αντιπαραβάλλω, συγκρίνω.