ἐναποκινδυνεύω

Revision as of 15:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A run a hazard in or with, στόλῳ D.C.49.2, cf. J.AJ2.9.4.

German (Pape)

[Seite 828] eine Gefahr bestehen, einen Kampf wagen, τινί, Sp., z. B. D. Cass. 49, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποκινδῡνεύω: ἀποκινδυνεύω ἔν τινι, μάχομαι παραβόλως, οὐ μέν τοι καὶ ἐναποκινδυνεῦσαι παντὶ τῷ στόλῳ τολμῶντες Δίων Κ. 49. 2· ἐναποκινδυνεύει, οὐ τῷ παιδὶ μόνον..., ἀλλὰ καὶ αὐτῷ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 9, 4· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει παραβαλλόμενος.

Spanish (DGE)

correr el riesgo con παντὶ τῷ στόλῳ D.C.49.2.2, τῷ παιδί I.AI 2.219, cf. Hsch.s.u. παραβαλλόμενος.

Greek Monolingual

ἐναποκινδυνεύω (Α)
αντιμετωπίζω κίνδυνο σε κάτι ή με κάποιον, ριψοκινδυνεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποκινδυνεύω: подвергать опасности, рисковать (ἑπτακισχιλίοις πολίταις Plut.).