αντιμετωπίζω

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

(Μ ἀντιμετωπῶ, -έω)
στέκομαι αντιμέτωπος, αποκρούω κάποιον
νεοελλ.
1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα
2. υπομένω θαρραλέα ή καρτερικά μια δύσκολη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμέτωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].